παλιόμουτρο
Смотреть что такое "παλιόμουτρο" в других словарях:
παλιόμουτρο — το (για γυναίκες και για άντρες), αυτός που αδίσταχτα παίρνει μέρος σε κάθε ύποπτη δουλειά, ο κακού χαρακτήρα άνθρωπος, ο ύποπτος: Να φυλάγεσαι απ αυτόν, είναι παλιόμουτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιόμουτρο — το αχρείος άνθρωπος, παλιόκορμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + μούτρο] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλιοτόμαρο — το (υβριστικά) αισχρός και τιποτένιος άνθρωπος, παλιόκορμο, παλιόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + τομάρι] … Dictionary of Greek
παλιοτόμαρο — το (υβριστικά), αισχρός, τιποτένιος, παλιάνθρωπος, παλιόμουτρο: Εξαπάτησε πολλούς το παλιοτόμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)